επιπρόσθετω

επιπρόσθετω
(αόρ. επιπροσέθεσα и επιπροσέθηκα) μετ. добавлять, прибавлять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιπρόσθετω" в других словарях:

  • επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

  • επιπροσθήκη — η η επί πλέον προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • επιπρόσθετος — η, ο αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»). επίρρ... επιπροσθέτως και α επί πλέον, εκτός τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη] …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»